Ο αθλητισμός είναι η συστηματική σωματική καλλιέργεια και δράση με σκοπό την ύψιστη σωματική απόδοση, σε αθλητικούς αγώνες. Επίσης, ο αθλητισμός είναι ένας κοινωνικός θεσμός, ο οποίος αντικατοπτρίζει τη δεδομένη κοινωνία και τον πολιτισμό της. Σήμερα οι αθλητές είναι επαγγελματίες και διακατέχονται από την έντονη επιθυμία τους για διακρίσεις προκειμένου να αυξήσουν το κασέ τους και τον εγωϊσμό τους. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, όσο μεγαλύτερη φήμη έχει ο αθλητής ή η ομάδα στην οποία ανήκει, τόσο μεγαλύτερη είναι η αμοιβή που απολαμβάνει (όπως σταθερός μισθός, bonus, χορηγίες). Δηλαδή ο αθλητισμός έχει μετατραπεί σε αυτοσκοπό μερικών ανθρώπων προκειμένου να γίνουν πλούσιοι αδιαφορώντας για τον υγιή ανταγωνισμό, την ευγενή άμιλλα και την ανθρωπιστική προοπτική του. Με τον τρόπο αυτό το αθλητικό ιδεώδες κατακερματίζεται και την θέση του την παίρνει το χρήμα. Στο βωμό του χρήματος παίκτες με μεγάλη ιστορία “πουλάνε” την ομάδα τους για μερικά εκατομμύρια ευρώ ενώ άλλοι αιτούνται ακόμα μεγαλύτερα ποσά για την παραμονή τους στην ομάδα. Τα λεγόμενα “χρυσά συμβόλαια” πάνε και έρχονται τις τελευταίες δεκαετίες, πράγμα που οδηγεί στην εμπορευματοποίηση του αθλητισμού. Επίσης, ο αθλητισμός εμπορευματοποιείται καθώς εξαγοράζονται συνειδήσεις και διαφημίζονται διάφορα προϊόντα που αλλοτριώνουν την αθλητική ιδέα. Με άλλα λόγια, ο αθλητισμός γίνεται αντικείμενο διαφήμισης αφού προβάλλοντας τον ως κεντρική ιδέα καλύπτονται συμφέροντα και επωφελούνται μεγάλες εταιρίες. Αναμφισβήτητα, τα ΜΜΕ αποτελούν ισχυρότατα μέσα χειραγώγησης του σύγχρονου ανθρώπου καθώς με γνώμονα τον αθλητισμό, προβάλλουν προϊόντα (όπως στοιχηματικές εταιρείες) τα οποία μπορεί να μην έχουν καν σχέση με αυτόν.
Επιπρόσθετα,
πρέπει να αναφερθώ και στο φαινόμενο του αθέμιτου ανταγωνισμού για
πρωταθλητισμό που εξευτελίζει το υγιές αθλητικό πνεύμα. Ειδικότερα, στις μέρες
μας κυριαρχεί η δίψα για νίκη και προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, οι αθλητές
των ομάδων πολλές φορές χρησιμοποιούν όλες τις μεθόδους που υπάρχουν για να πετύχουν
τον σκοπό τους. Καταφεύγουν σε εκβιασμούς καθώς και στην χρήση αναβολικών
ουσιών και ντόπινγκ θεωρώντας ότι αυτό θα τους βοηθήσει για την επίτευξη του
στόχου τους, αρκεί βέβαια να μην γίνει αντιληπτό. Βέβαια πέρα από την
χρήση αναβολικών, είναι ευρέως διαδεδομένη και η εξαγορά των αθλητών για
στημένα παιχνίδια, δηλαδή για προκατασκευασμένα αποτελέσματα. Από αυτόν τον
τομέα δεν μπορεί να λείπει και η δωροδοκία των διαιτητών. Άλλη μια αιτία,
λοιπόν, που οδηγεί στην εμπορευματοποίηση του αθλητισμού. Θα αποτελούσε σοβαρή
παράλειψη να μην αναφερθούμε στις βίαιες συγκρούσεις στα γήπεδα και στον
φανατισμό που έχει ως αποτέλεσμα να κυριαρχεί το μίσος και η εχθρότητα ανάμεσα
στους φιλάθλους, τους παράγοντες και τους αθλητές. Το φαινόμενο αυτό πλήττει
σοβαρά τα θεμέλια του αθλητισμού καθώς δεν του επιτρέπει να αναπτυχθεί σε
υγιείς βάσεις.
Ένας από τους
στόχους του αθλητισμού είναι να ενώσει και να φέρει κοντά τους ανθρώπους. Κάτι
τέτοιο όμως είναι πολύ μακριά από την σημερινή πραγματικότητα. Επιπροσθέτως,
γίνεται πολιτική εκμετάλλευση του αθλητισμού αφού πλήθος πολιτικών
χρησιμοποιούν τον αθλητισμό για πολιτικά συμφέροντα, ενώ ταυτόχρονα
χρησιμοποιείται από πολιτικά καθεστώτα για αποπροσανατολισμό του λαού από τα
πραγματικά του προβλήματα, πράγμα που νοθεύει την έννοια της αθλητικής ιδέας. Σήμερα,
ποδοσφαιριστές όπως οι Μέσι, Κριστιάνο Ρονάλντο, Νεϊμάρ και άλλοι πληρώνονται
εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια συν τις μεγάλες τους παροχές όπως ακριβά σπίτια
διαμονής, προσωπικά έξοδα, ακριβά αμάξια και αεροπλάνα για να τους
μεταφέρουν όπου θέλουν. Ο αθλητισμός έχει εμπορευματοποιηθεί σε
υψηλότατο βαθμό. Νέα παιδιά (όπως 20άρηδες) πληρώνονται δεκάδες και
εκατοντάδες εκατομμύρια με αποτέλεσμα οι περισσότεροι από αυτούς να πληρώνουν
βαρύ τίμημα για τον εθισμό τους στα τυχερά παιχνίδια, τις γυναίκες, τα
ναρκωτικά, τα παλάτια σε πλούσιες γειτονιές, και στις συλλογές των πιο ακριβών
αυτοκινήτων και κοσμημάτων. Διάσημοι αθλητές εθισμένοι από την μυρωδιά της
επιτυχίας, τις μεγάλες αμοιβές, την αναγνωρισιμότητα και τα προσωπικά τους
κόμπλεξ τους δημιουργούν μεγάλα χρέη και τεράστια φέσια. Ο μπασκεμπολίστας Μάικλ
Τζόρνταν (πρώην παίκτης της ομάδας μπάσκετ των Σικάγο Μπουλς) του άρεσε να
ποντάρει τεράστια ποσά σε αγώνες γκολφ, ενώ ήταν θαμώνας των καζίνων και
συμμετείχε σε μαραθώνιες παρτίδες πόκερ. Λέγεται ότι κάποτε έχασε 165,000
δολάρια μέσα σε ένα βράδυ στο καζίνο του Ατλάντικ Σίτι. Ενώ το 1993 ένας
επιχειρηματίας από το Σαν Ντιέγκο κατήγγειλε δημόσια ότι ο Τζόρνταν του είχε
αφήσει φέσι 1,25 εκατομμύρια δολάρια από ποντάρισμα σε αγώνες
γκολφ. Ο μπασκεμπολίστας Τσάρλς Μπάρκλεϊ έχασε σε καζίνα 10
εκατομμύρια δολάρια. Ο Γουέιν Ρούνεϊ, ποδοσφαιριστής της Μάντσεστερ
Γιουνάιτεντ, σε ηλικία 20 ετών είχε συσσωρεύσει χρέος που ξεπερνούσε το
1,000,000 δολάρια που προερχόταν από χαμένα πονταρίσματα σε αγώνες ποδοσφαίρου,
κυνοδρομίες, και ιπποδρομίες. Το 2007 λέγεται ότι έχασε 600,000 δολάρια μέσα σε
δύο ώρες σε καζίνο του Μάντσεστερ. Ο Ρούνεϊ ισχυρίζεται ότι εθίστηκε στον τζόγο
εξαιτίας της ανίας και της ανωριμότητας του. Ο σημερινός αθλητισμός δεν
διασκεδάζει αντίθετα στρεσάρει και ταλαιπωρεί τους ανθρώπους. Όταν 150 από
τους πιο ισχυρούς άνδρες και γυναίκες στον κόσμο μπορούν να συναντηθούν κρυφά
στο Μπάντεν-Μπάντεν της Γερμανίας και να σχεδιάσουν τη μοίρα δισεκατομμυρίων
ανθρώπων παρόλα αυτά κανείς, ούτε και τα ΜΜΕ, δεν νοιάζεται γι’ αυτό το
γεγονός. Όταν όμως έξι ποδοσφαιριστές συναντιούνται για φαγητό αυτό το γεγονός
από μόνο του είναι σημαντική είδηση για τα πρωτοσέλιδα μιας χώρας. Αυτό από
μόνο του καταδεικνύει την αντανάκλαση της κοινωνίας μας και που μας έχουν
φτάσει. Πράγματι είναι μία άρρωστη κοινωνία η οποία είναι καταδικασμένη σε
αυτοκαταστροφή. Και γι’ αυτό πληρώνεται ο εικοσάχρονος παίκτης σε μια
ποδοσφαιρική ομάδα ή σε μια ομάδα μπάσκετ ένα ή δύο ή τρία εκατομμύρια δολάρια
το χρόνο ή ανά παιχνίδι.