Η ζωή σ’ ένα μεταμοντέρνο και ρευστό κόσμο © – Γεώργιος Αρδαβάνης (Ph.D.)

Delivering The Highest Quality Fabrics

Οι παρατεταμένες οικονομικές κρίσεις έχουν να κάνουν όχι με την καταστροφή του πλούτου, αλλά με την αναδιανομή του. Σε κάθε οικονομική κρίση υπάρχουν πάντα κάποιοι που κερδίζουν περισσότερα χρήματα σε βάρος των άλλων. Για παράδειγμα, το 2008, στην Αμερική μετά την οικονομική κρίση παρατηρήθηκε μια αργή ανάκαμψη, όμως το 93% του επιπλέον ΑΕΠ που δημιουργήθηκε κατέληξε μόνο στο 1% του πληθυσμού. Σχετικά με τα δάνεια που ζητούνται από χώρες λόγω οικονομικών κρίσεων, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι αν χρησιμοποιούνται για την ανακεφαλαίωση των τραπεζών τους, τότε απλά τρέφεται η ρίζα του προβλήματος, γι’ αυτό και οι πολιτικές λιτότητας θα συνεχίζονται αμείωτες και σε βάρος των κοινωνικών αναγκών.

Στις δεκαετίες του 1960 και 1970, υπήρχε μια κυρίαρχη κουλτούρα αποταμίευσης, και οι άνθρωποι δεν ξόδευαν χρήματα αν δεν τα είχαν προηγουμένως κερδίσει. Μετά την δεκαετία του 1970 με την επιρροή του Ρόναλντ Ρίγκαν και της Μάργκαρετ Θάτσερ και μπροστάρη τον καθηγητή οικονομικών Μίλτον Φρίντμαν, το σύστημα της ελεύθερης οικονομίας αντιλήφθηκε ότι υπήρχε παρθένο έδαφος που μπορούσε να εξελιχθεί και να κατακτηθεί. Επομένως όσο υπήρχε παρθένο οικονομικό έδαφος, η ελεύθερη οικονομία θα αναζωογονείτο. Όσοι πρόβλεψαν ότι το σύστημα της ελεύθερης οικονομίας θα καταρρεύσει όταν το σύστημα θα κατακτήσει όλα τα παρθένα εδάφη έκαναν λάθος. Και αυτό γιατί το σύστημα της ελεύθερης οικονομίας έχει την ικανότητα να εφεύρει και να δημιουργεί τεχνητές παρθένες περιοχές και να τις κατακτά. Μια από αυτές είναι άνθρωποι που δεν έχουν χρέη. Έτσι εφευρέθηκαν οι πιστωτικές κάρτες. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε μια διαφορετική κουλτούρα από αυτή της αποταμίευσης, με βάση την οποία ο κάθε ένας μπορούσε να ξοδεύει χρήματα που δεν είχε αποκτήσει. Η φάση αυτής της μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης από το 1981 μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, βασίστηκε σε αυτήν ακριβώς την πίεση για δανεισμό. Από εκείνη τη στιγμή όταν κάποιος χρωστούσε η αντίδραση των τραπεζών δεν ήταν όπως παλιότερα, δηλαδή να στείλουν τον τραπεζικό κλητήρα. Αντίθετα έστελναν ένα ευγενικό γράμμα, με το οποίο προσέφεραν ένα νέο δάνειο για να αποπληρωθεί το προηγούμενο χρέος. Αυτή η προσέγγιση συνεχίστηκε για περίπου 30 χρόνια, μέχρι που εισήχθησαν τα δάνεια υψηλού κινδύνου, που σήμαινε ότι ακόμη και οι άνθρωποι που δεν μπορούσαν να καλύψουν τα έξοδα τους με τα έσοδα τους, μπορούσαν να πάρουν στεγαστικά δάνεια. Τελικά αυτή η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο και έτσι δημιουργήθηκε η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Αυτή ήταν μια κρίση η οποία προκλήθηκε κυρίως από την απορρύθμιση στον χρηματοπιστωτικό κλάδο. Αυτό επέτρεψε στις τράπεζες να συμμετέχουν σε συναλλαγές αμοιβαίων κεφαλαίων και αντιστάθμισης κινδύνου με παράγωγα. Όταν οι αξίες των παραγώγων βρέθηκαν στο κόκκινο, οι τράπεζες σταμάτησαν να δανείζουν η μία την άλλη. Αυτό δημιούργησε την οικονομική κρίση που οδήγησε στην μεγάλη οικονομική ύφεση η οποία ακόμη βασανίζει την ελληνική κοινωνία. Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι το σύστημα της παγκόσμιας ελεύθερης οικονομίας αντέχει. Οι Έλληνες πολιτικοί ηγέτες αντιμετώπισαν αυτή την κρίση με την άμεση και πλήρη οικονομική τους υποστήριξη στις τράπεζες ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν, και να συνεχίσουν να δίνουν περισσότερα δάνεια. Δυστυχώς όμως αυτή η τακτική αποδείχθηκε ότι είναι κοντόφθαλμη πολιτική, γιατί το παρθένο έδαφος της οικονομίας έχει εξαντληθεί, και επειδή η στήριξη των τραπεζών δεν έχει προσφέρει στην παραγωγικότητα και στην ανάπτυξη της χώρας. Τόσο στον μακροπρόθεσμο όσο και στον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα είναι εμφανές ότι οι Έλληνες πολίτες έχουν καταχρεωθεί. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ακόμα και τα εγγόνια μας είναι καταχρεωμένα, και θα πληρώνουν και αυτά τα 30 χρόνια ξέφρενου καταναλωτικού οργίου. 

Σήμερα, συνεχίζεται να παίζεται το ίδιο έργο. Μόνο που το έργο αυτό παίζεται στη χειρότερη του μορφή, και μάλιστα όταν η χώρα μας επενδύει σε μη αξιόλογες μακροπρόθεσμες παραγωγικές επενδύσεις ή επιχειρήσεις φαντάσματα. Υπάρχουν δυσκολίες στο να βρεθούν ριζικές λύσεις σε αυτό το πρόβλημα λόγω κουλτούρας, νοοτροπίας και έλλειψης βούλησης.  Μια θεμελιώδης παράμετρος που σίγουρα μπορεί να βοηθήσει στην αλλαγή της αρρωστημένης κουλτούρας και νοοτροπίας στην χώρα μας είναι ο αντικαταναλωτισμός. Ο αντικαταναλωτισμός δεν είναι απαραίτητα λιτότητα, αλλά αλλαγή νοοτροπίας και τρόπος ζωής με έμφαση την ικανοποίηση αναγκών και όχι την ικανοποίηση του καταναλωτισμού. Η επιτυχία αυτής της προσέγγισης απαιτεί θάρρος και αντοχή. Τέτοιες πρωτοβουλίες σήμερα αποτελούν σταγόνες στον ωκεανό. Παρόλα αυτά η μόνη παρήγορη σκέψη είναι πως κάθε πλειοψηφία στην ιστορία της ανθρωπότητας ξεκίνησε σαν μειοψηφία και έτσι το ίδιο μπορεί να συμβεί και σήμερα.

Όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης υπόκεινται σε δεσμούς και καθημερινές πιέσεις. Από τη μια πλευρά για να επανεκλεγούν οι πολιτικοί πρέπει να αφουγκράζονται τα αιτήματα του λαού και ταυτόχρονα να αποδείκνουν με έργα την επίλυση των. Ενώ από την άλλη πλευρά όλες οι κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, αδυνατούν να τηρήσουν τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις λόγω του γερά θεμελιωμένου πολιτικο-οικονομικού κατεστημένου. Οι πολιτικές ορολογίες, οι ηχηρές φρασεολογίες αποτελούν φανταχτερά πυροτεχνήματα αλλά ταυτόχρονα κενά σχήματα χωρίς δεσμεύσεις. Ο κόσμος σήμερα δεν ψηφίζει, από απογοήτευση. Παρατηρούμε μια μεγάλη αποχή του εκλογικού σώματος, καθώς επίσης και συχνές εναλλαγές διακυβέρνησης μεταξύ δεξιάς και κεντρο-αριστερής ιδεολογίας. Από τη μία πλευρά υπάρχει η πίεση του εκλογικού σώματος και από την άλλη η οικονομία όπου και τα δύο μαζί υπερβαίνουν οποιαδήποτε κυβερνητική πολιτική πρόθεση. Επομένως σε συνθήκες τέτοιων δεσμεύσεων, τόσο στην μακροοικονομία όσο και στην ψυχολογία της κοινωνίας δεν υπάρχει επιτυχής διαφυγή ή εύκολες λύσεις. Η μόνη λύση είναι να αλλάξει το σύστημα εκ βάθρων, δηλαδή ριζική αλλαγή στο επίπεδο της κουλτούρας και της νοοτροπίας, αλλά αυτό χρειάζεται πολύ χρόνο και ισχυρή βούληση.

Οι Έλληνες πολιτικοί πρέπει να καταλάβουν ότι οι ξένοι επενδυτές δεν ασχολούνται πλέον με το τοπικό επίπεδο, τη νομοθεσία του τόπου, τις προτιμήσεις ή το σύστημα αξιών των κατοίκων του. Γι’ αυτό μόλις διαπιστωθεί κάποια σύγκρουση, παίρνουν τα laptops και τα iphones και μετακομίζουν σε χώρες σαν το Μπαγκλαντές, όπου βρίσκουν απρόσκοπτη πρόσβαση σε εργατικά χέρια που κοστίζουν λιγότερο από 2 ευρώ/ημέρα. Έτσι από την μια πλευρά έχουμε την εξουσία που είναι απελευθερωμένη από τον πολιτικό έλεγχο, και από την άλλη έχουμε την πολιτική που συνεχώς πάσχει από έλλειμα εξουσίας, μια και η εξουσία εξατμίζεται στο «χώρο των ροών» (Manuel Castells). Επομένως, ο αδύναμος κρίκος δεν είναι πλέον η κοινότητα, η πόλη, ή οποιαδήποτε άλλη μορφή τοπικότητας, αλλά το ίδιο το κράτος, το οποίο είναι παγιδευμένο μεταξύ δύο πυρών, του έθνους και των αγορών. Οι θεσμοί στην Ελλάδα δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στη διπλή αυτή πίεση. Όσο ισχυρή θέληση και καλή οργάνωση και να έχουν τα κόμματα ή οι κυβερνήσεις, έχει αποδειχθεί ότι δεν μπορούν να καταφέρουν κάτι αν δεν υπάρχει ισχυρή βούληση.

Όλοι οι πολιτικοί θεσμοί που δημιουργήθηκαν στην ελληνική μεταπολίτευση βασίζονταν στην αντίληψη ότι το κράτος είναι ικανό να διαχειριστεί την οικονομία, την άμυνα όπως και τις πολιτισμικές νόρμες μιας κοινωνίας. Έτσι η σημερινή ελληνική οικονομία προγραμματίζεται, προσανατολίζεται, και καθοδηγείται από το σύγχρονο ελληνικό παρεμβατικό κράτος. Ταυτόχρονα διαπιστώθηκε ότι η εθνική κυριαρχία και οι θεσμοί έχουν αρχίσει να διαβρώνονται και να καταπολεμούνται με σφοδρότητα τόσο από την ελληνική όσο και την ευρωπαϊκή πολιτική προοδευτική ατζέντα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την πτώση της επιρροής του νομικού συστήματος, της οικογένειας, της τοπικής κοινωνίας, του σχολείου και της εκκλησίας. Ο κόσμος μας εξελίσσεται προς τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις. Οι πολιτικές και τα δόγματα του παρελθόντος δεν βοηθούν καθόλου, ούτε στην κατανόηση, ούτε στην  επίλυση των σύγχρονων προβλημάτων. Η σημερινή πολιτική δομή του κόσμου μας δεν ανταποκρίνεται πια στις σύγχρονες συνθήκες. Με άλλα λόγια το πολιτικό περίβλημα είναι ακατάλληλο για το κοινωνικό περιέχομενο που περικλείει.  

Η διανόηση σε όλη αυτή την ιστορία έχει παίξει μάλλον αρνητικό ρόλο. Και αυτό γιατί η διανόηση έχει γίνει και αυτή ένα προϊόν που πωλείται και αγοράζεται. Και αυτό ισχύει τόσο για τους προοδευτικούς όσο και τους συντηρητικούς. Σήμερα οι διανοούμενοι είναι πολύ λίγοι. Ο Μισέλ Φουκό είχε πει ότι δεν υπάρχουν πια ολοκληρωμένοι διανοούμενοι. Οι πανεπιστημιακοί στηρίζουν τα πανεπίστημια, οι καλλιτέχνες τα θέατρα, οι γιατροί τα νοσοκομεία, δηλαδή η κάθε κατηγορία υποστηρίζει τα δικά της επαγγελματικά συμφέροντα. Λείπουν οι διανοούμενοι που θα στοχαστούν με πλαίσιο αναφοράς την ανθρωπότητα ολόκληρη. Έτσι διαφαίνεται ότι η συμβολή των διανοούμενων στην σημερινή οικονομική και κοινωνική κρίση είναι ασήμαντη ως μηδενική. Αυτή η απουσία των διανοουμένων είναι η αιτία ώστε να μην υπάρχουν πραγματικά κέντρα βάρους και δίκτυα αλληλεγγύης.

Σήμερα, όλα είναι σκόρπια και ρευστά. Ζούμε σ’ ένα μεταμοντέρνο, ρευστό κόσμο. Ο άνθρωπος είναι οικονομική οντότητα, παραγωγική δύναμις, φορέας αναγκών αλλά και καταναλωτής. Ο άνθρωπος είναι μια σύνθετη οντότητα. Η ανάπτυξη της οικονομίας, η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, η άνοδος των επιστημών και της τεχνολογίας είναι ένα από τα μέσα που θα του επιτρέψει να πετύχει άλλους ευρύτερους σκοπούς, όπως την τελείωση του ανθρώπου, και την άνοδο του ώστε να δημιουργήσουμε αληθινά ευτυχισμένους ανθρώπους. Οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες πρέπει να αντιληφθούν ότι η πολιτική τους πρέπει να είναι σύνθετη εργασία με σκοπό να κάνει τους ανθρώπους ευτυχείς και να δημιουργήσει αρμονικές κοινωνίες με την οικονομική και τεχνική εξέλιξη αλλά χωρίς μολυσμένο αέρα, χωρίς βρώμικα νερά, χωρίς ξέφρενη κυκλοφορία, χωρίς αποστάσεις που εκμηδενιζουν, συντρίβουν και κουράζουν τον άνθρωπο, χωρίς μαζοποίηση του ανθρώπου που φέρνει την ανία και δημιουργεί τους αναπροσάρμοστους, χωρίς τον συνωστισμό των μεγάλων πόλεων, στις οποίες ο άνθρωπος υποφέρει γιατί τα μέτρα τους είναι απάνθρωπα. Ο πολιτισμένος άνθρωπος δεν είναι ο ειδικός, είναι ο εγκυκλοπαιδικός άνθρωπος. Αυτός ο άνθρωπος εξαφανίζεται ολοένα και ταχύτερα στην εποχή μας. Το σφάλμα του ελληνικού πολιτικού συστήματος και εισηγμένου καταναλωτισμού είναι ότι εφήρμοσε με μανία και επιτυχία την πολιτική της δήθεν οικονομικής ανάπτυξης και του δήθεν εκσυγχρονισμού, ενώ θα έπρεπε να εφαρμόσει την πολιτική της ανάπτυξης του ανθρώπου, και το κτίσιμο σταθερών θεμελίων για μια ανεξάρτητη και βιώσιμη οικονομία.

Τα ιδανικά στην ελληνική καταναλωτική κοινωνία παραμερίστηκαν, αφέθηκαν να σκουριάσουν, πετάχθηκαν στα ράφια των βιβλιοθηκών, βγήκαν από την καθημερινή ζωή, θεωρήθηκαν σαν αξίες μουσειακές, άσχετες προς το παρόν και το μέλλον. Το ζήτημα λοιπόν, δεν είναι να εφεύρουμε νέες ιδέες, να κατασκευάσουμε νέες ιδεολογίες, να επινοήσουμε νέες αξίες. Όλα αυτά δεν αποκλείονται, αλλά το άμεσο πρόβλημα είναι να αποκαταστήσουμε τις παλιές ιδέες, ιδεολογίες και αξίες στο βάθρο τους. Στο βάθρο που σήμερα έχει μείνει κενό.

 

Georgios Ardavanis  – 02/12/2023

Tags :
Share This :

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *