Πρόσφατα ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών δήλωσε ότι η οικονομία της χώρας είναι «δραματικά άσχημη». Το ΑΕΠ της Γερμανίας ήταν το χειρότερο παγκοσμίως το 2023. Ακόμη χειρότερα, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι το ΑΕΠ θα βελτιωθεί. Υπήρχαν αισιόδοξες προβλέψεις ότι η ανάπτυξη θα ξαναρχόταν με ρυθμό 1,3% το 2024. Παραδόξως, όμως, η γερμανική κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να μειώσει αυτήν την εκτίμηση σε μόλις 0,2%. Ήδη γερμανικές εταιρείες έχουν εγκαταλείψει τη Γερμανία ή έχουν μετεγκατασταθεί για να ξεφύγουν από τον πληθωρισμό των τιμών ενέργειας, τις υπερβολικές ρυθμίσεις και τις ατελείωτες πολιτικές συζητήσεις. Η καταστροφική κατάρρευση της μακροχρόνιας οικονομικής και βιομηχανικής ισχύος της Γερμανίας οφείλεται στους ακόλουθους τρεις παράγοντες.
1)
Στις
υψηλές τιμές ενέργειας στη Γερμανία. Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022, η Γερμανία και η ΕΕ επέβαλαν
κυρώσεις κατά της Ρωσίας, ενώ η Ρωσία ανταπάντησε μειώνοντας δραστικά την
παράδοση φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Αυτό εκτίναξε στα ύψη τις τιμές ενέργειας στη
Γερμανίας και έπληξε σοβαρά την οικονομία της. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι
πριν από την εισβολή η Γερμανία εισήγαγε το 55% του φυσικού της αερίου από τη
Ρωσία, και αυτό το φθηνό ρωσικό αέριο ήταν απαραίτητο για να μπορέσει η
Γερμανία να γίνει βιομηχανική και οικονομική δύναμη. Φυσικά, η επιβολή κυρώσεων
από μια οικονομία στον κύριο προμηθευτή ενέργειας δεν θεωρείται η πιο έξυπνη κίνηση
για πολιτικά αντίμετρα. Όταν ξεκίνησε ο
Ουκρανικός πόλεμος, η τιμή αγοράς φυσικού αερίου αυξήθηκε πολλαπλάσια, ενώ τα
νοικοκυριά και οι μικρότερες επιχειρήσεις προστατεύτηκαν απ’αυτή τη μαζική
άνοδο μέσω κάποιων μέτρων όπως η περιβόητη «διάσπαση της τιμής του φυσικού
αερίου». Έτσι παρόλο που οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν μειωθεί έκτοτε, αυτές
εξακολουθούν να είναι περίπου διπλάσιες από ό,τι πριν από τον πόλεμο. Η τιμή
της ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας παράγεται
σε σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής φυσικού αερίου, έχει εκτοξευθεί και αυτή η τάση
δεν έχει επιβραδυνθεί. Σήμερα οι Γερμανοί πληρώνουν από τις υψηλότερες τιμές
ηλεκτρικής ενέργειας παγκοσμίως. Είναι ολοφάνερο γιατί η βιομηχανική και
οικονομική κυριαρχία της Γερμανίας παρακμάζει. Επιπλέον, η τρέχουσα έλλειψη
επενδύσεων στη Γερμανία έχει δραματικές επιπτώσεις στις βιομηχανίες και την
απασχόληση με αποτέλεσμα να σπρώχνουν την Ευρώπη σε οικονομική παρακμή. Περιττό
να πούμε ότι η Γερμανία και η ΕΕ αναγκάστηκαν να βρουν εναλλακτικές λύσεις αλλά
πολύ ακριβότερες. Μία από αυτές τις πηγές ήταν οι ΗΠΑ που τους πούλησαν
ενέργεια σε αστρονομικές τιμές με αποτέλεσμα η Γερμανία και άλλα κράτη να
κατηγορήσουν τις ΗΠΑ ότι επωφελήθηκαν από τον πόλεμο και έκαναν την Ευρώπη να
εξαρτάται από το φυσικό τους αέριο. Ωστόσο, ο αμερικανικός δάκτυλος στην
ενεργειακή κρίση της Γερμανίας είναι πολύ μεγαλύτερος. Όχι μόνο οι ΗΠΑ ήθελαν
ανοιχτά να εξαλείψουν την ενεργειακή σχέση της Γερμανίας με τη Ρωσία, αλλά
επίσης οι ΗΠΑ έχουν σημαντική ευθύνη για την πρόκληση του Ουκρανικού πολέμου
που οδήγησε στην κρίση της Γερμανίας. Με άλλα λόγια, η εισβολή της Ρωσίας στην
Ουκρανία πυροδοτήθηκε σε σημαντικό βαθμό από την επί δεκαετίες επέκταση του
ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, και ιδιαίτερα την επέκτασή του στην Ουκρανία. Αλλά, είναι
ευρέως κατανοητό ότι η Ρωσία αντιλαμβάνεται την επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα
ανατολικά ως υπαρξιακή απειλή για το Ρωσικό έθνος. Η Ρωσία είναι πολύ ξεκάθαρη
ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ στα ρωσικά σύνορα είναι μια κόκκινη γραμμή που δεν
μπορεί να ξεπεραστεί. Παρόλα αυτά, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους πάντα
καλωσόριζαν και ενθάρρυναν την επέκτασή τους προς Ανατολάς που κοινώς
αναφέρεται ως “η πολιτική ανοιχτών θυρών του ΝΑΤΟ”. Παρά την ανένδοτη
και επίμονη αντίθεση της Ρωσίας, τα σύνορα του ΝΑΤΟ πλησίασαν σταδιακά τα σύνορα
της Ρωσίας. Το 1997 ο Πρόεδρος Κλίντον αρνήθηκε να υποσχεθεί ότι το ΝΑΤΟ δεν θα
περιλάμβανε άλλα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Ενώ ο πρώτος γενικός
γραμματέας του ΝΑΤΟ, Λόρδος Hastings Ismay, είχε πει ότι «ο σκοπός του ΝΑΤΟ
είναι να κρατήσει τους Αμερικανούς μέσα, τους Γερμανούς κάτω και τους Ρώσους
έξω». Η γεοπολιτική στήριξη της Γερμανίας προς τις ΗΠΑ, σχετικά με τη διακοπή
των ενεργειακών δεσμών της με τη Ρωσία ήταν και παράλογη και ενάντια στις
συμβουλές εκείνων που την είχαν συμβουλεύσει ότι αυτή η στήριξη θα επιφέρει
πλήρη κατάρρευση της γερμανικής οικονομίας και της βιομηχανίας. Η Γερμανία
δήλωσε με πάθος ότι πρέπει να συναλλάσσεται μόνο με χώρες που είναι δημοκρατίες
και μοιράζονται τις δυτικές δημοκρατικές αξίες. Ταυτόχρονα, οι Γερμανοί
πολιτικοί αποφάσισαν να κλείσουν τους τρεις τελευταίους πυρηνικούς
αντιδραστήρες της χώρας, όχι επειδή δυσλειτουργούσαν, αλλά επειδή είχαν
μακροχρόνια αντιπάθεια για την πυρηνική ενέργεια. Έτσι μετά τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν
από τη Ρωσία η χώρα έχασε άλλη μια κύρια πηγή ενέργειας. Από εδώ και πέρα η
Γερμανία άρχισε να παρακαλεί άλλες χώρες για φυσικό αέριο, το οποίο το πληρώνει
πολύ ακριβότερα. Είναι αδιανόητο ότι η Γερμανία τιμωρεί άσκοπα τον πάροχο
πρωτογενούς ενέργειας της, ενώ ταυτόχρονα τηρεί σταθερά την ιδεολογία πως η
συναλλαγή με ομοϊδεάτες έθνη έχει προτεραιότητα έναντι της αποτροπής θανάτου
των πολιτών της από τον παγωμένο χειμώνα. Ο Siegfried Russwurm, επικεφαλής της
οργάνωσης-ομπρέλα της γερμανικής βιομηχανίας, δήλωσε ότι «η γερμανική κυβέρνηση
επιχειρηματολογεί ατελείωτα και σχεδόν δογματικά για τα ενεργειακά προβλήματα
αντί να λύνει μαζί και να συζητά την πραγματικότητα με επιχειρήματα. Αυτό
οδηγεί σε αβεβαιότητα τόσο μεταξύ των εταιρειών όσο και των πολιτών».
2)
Στις
μειωμένες εξαγωγές της Γερμανίας στην Κίνα. Μέχρι πρόσφατα η Γερμανία ήταν ο κύριος ευρωπαϊκός
εξαγωγέας μηχανημάτων, αυτοκινήτων και χημικών προϊόντων στη Κίνα. Η Κίνα ήταν
ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας τα τελευταία οκτώ χρόνια.
Επομένως η αγορά της Κίνας είναι απαραίτητη για την οικονομία της Γερμανίας.
Ωστόσο, οι ΗΠΑ επιτέθηκαν σ’αυτή τη σημαντική εταιρική σχέση. Για παράδειγμα, η
κυβέρνηση των ΗΠΑ ανάγκασε τη Volkswagen και τη BASF να κλείσουν τα εργοστάσιά
τους στη Κίνα το 2024. Για πολλά χρόνια, οι ΗΠΑ και το στρατιωτικό-βιομηχανικό
συγκρότημα τους προωθούν τον μύθο ότι η Κίνα έχει κάνει εθνοκάθαρση στον τοπικό
μουσουλμανικό πληθυσμό, παρόλο που έχει αποδειχθεί το αντίθετο. Συγκεκριμένα οι
ΗΠΑ με μοχλό την οργάνωση «Διακοινοβουλευτική Συμμαχία για την Κίνα» απείλησε
να βλάψει τη BASF. Αυτή η οργάνωση αποτελείται από μια
διεθνή ομάδα δυτικών πολιτικών που ιδρύθηκε από τα γεράκια της Ουάσιγκτον και
σκοπός της είναι να πιέσει τις διάφορες κυβερνήσεις να περιορίσουν τις σχέσεις
τους με την Κίνα. Η «Διακοινοβουλευτική
Συμμαχία για την Κίνα» χρηματοδοτείται από το National Endowment for Democracy που συνδέεται
με την CIA και στόχος της είναι να χρηματοδοτήσει
επιχειρήσεις αλλαγής καθεστώτων σε χώρες που θεωρούνται εχθρικές προς τις ΗΠΑ. Επίσης
αυτή η οργάνωση χρηματοδοτείται από το «Open Society» του Σόρος. Η απειλή που έλαβε η BASF είχε ως εξής: «Η αξιοπιστία και η ακεραιότητα της
εταιρείας σας διακυβεύονται και πιστεύουμε ότι πρέπει να λάβετε αποφασιστική
δράση για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος». Γνωρίζουμε τι συμβαίνει σε μια
εταιρεία ή χώρα όταν δεν συμμορφώνεται με τις επιθυμίες των ΗΠΑ. Δεν αποτελεί
έκπληξη το γεγονός ότι αυτές οι δύο αμερικανικές οντότητες έστειλαν το
τελεσίγραφό τους στη BASF να εγκαταλείψει την Κίνα διαφορετικά θα
αντιμετώπιζε εμπορικές και οικονομικές συνέπειες. Αν και δεν έχουν βρεθεί αποδεικτικά
στοιχεία για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παρόλα αυτά, η BASF τράβηξε την πρίζα στις λειτουργίες της στην Κίνα.
Οι ΗΠΑ εφαρμόζουν την ίδια συνταγή με άλλες μεγάλες γερμανικές εταιρείες.
Οι ΗΠΑ πιέζουν τους πάντες, όπως κράτη και εταιρείες, να ακολουθούν τις στρατηγικές
τους αποφάσεις ακόμη κι αν αυτές καταστρέφουν την οικονομία τους. Αν κάποιοι
αρνηθούν ή δείξουν απροθυμία, οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν απειλές και κυρώσεις. Για
παράδειγμα, το 2022 η κυβέρνηση των ΗΠΑ απαγόρευσε την πώληση προηγμένων
μικροτσίπ στην Κίνα προκειμένου να ακρωτηριαστεί η αναπτυσσόμενη βιομηχανία
μικροτσίπ της Κίνας. Στη συνέχεια, ανάγκασε τους κατασκευαστές τσιπ σ’όλο τον
κόσμο, όπως την ολλανδική εταιρεία
ημιαγωγών ASML και την αμερικανική Nvidia, να συμμορφωθούν.
Αυτό έχει βλάψει σημαντικά τους κατασκευαστές μικροτσίπ, οι οποίοι είναι
οι μεγαλύτεροι πελάτες των Κινέζων και αντιπροσωπεύουν ένα τεράστιο μέρος των
εσόδων τους.
Όσο και να φταίνε οι ΗΠΑ είναι αδιανόητο ένα μεγάλο μέρος της Γερμανίας, ειδικά οι
πολιτικοί και τα ΜΜΕ της να μιλάνε στα τυφλά για τις αφηγήσεις της αμερικάνικης
εξωτερικής πολιτικής στην ονομαστική τους αξία, ακόμη και όταν είναι αυτές που
ξεφτιλίζονται. Το καλύτερο παράδειγμα είναι ο βομβαρδισμός του αγωγού Nordstream, του οποίου ο μοναδικός σκοπός του ήταν η
μεταφορά φυσικού αερίου από τη Ρωσία στη Γερμανία και τη Δυτική Ευρώπη. Ο Μπάιντεν είχε πει ότι αν η Ρωσία εισβάλει
στην Ουκρανία, δεν θα υπάρξει Nordstream γιατί η
Αμερική θα βάλει τέλος σε αυτό τον αγωγό. Έτσι, η αποκοπή της ενεργειακής
εξάρτησης της Γερμανίας από τη Ρωσία επιτεύχθηκε ανοιχτά. Μάλιστα, ο δημοσιογράφος
Seymour Hirsch δημοσίευσε μια έκθεση-βόμβα που περιγράφει σχολαστικά πως σχεδιάστηκε,
προετοιμάστηκε και εκτελέστηκε η καταστροφή του αγωγού από τις ΗΠΑ. Κάποιος θα
νόμιζε ότι αυτό θα είχε κυριαρχήσει στις γερμανικές ειδήσεις, αλλά δυστυχώς
στον απόηχο του βομβαρδισμού αυτό το νέο έλαβε σχεδόν μηδενικό χρόνο μετάδοσης.
Αντίθετα, τα γερμανικά ΜΜΕ επαναλάμβαναν τις αρνήσεις της αμερικανικής
κυβέρνησης, και επικεντρώθηκαν στην καταστροφή της φήμης του Hirsch. Δυστυχώς, οι περισσότεροι Γερμανοί πίστεψαν
αφελώς ότι οι δυτικές χώρες δεν είναι ικανές για τέτοιες εγκληματικές πράξεις
γιατί είναι δημοκρατικές και έχουν δυτικές αξίες.
3)
Στην
αύξηση των στρατιωτικών δαπανών της Γερμανίας. Την τελευταία δεκαετία, η Γερμανία αύξησε τις
στρατιωτικές της δαπάνες κατά 42% σύμφωνα με μια έκθεση της Greenpeace. Όμως, με βάση την οικονομική και βιομηχανική κατάρρευση,
η Γερμανία δεν έχει την πολυτέλεια να συνεχίσει να ρίχνει χρήματα στον στρατό
της επειδή αυτά τα χρήματα χρειάζονται απεγνωσμένα αλλού. Η έκθεση της Greenpeace τονίζει ότι οι στρατιωτικές δαπάνες της σχεδόν
οπουδήποτε αλλού αποφέρουν καλύτερη απόδοση επένδυσης όσον αφορά την οικονομική
ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Βασικός μοχλός των αυξημένων
στρατιωτικών δαπανών της Γερμανίας είναι ο Ουκρανικός πόλεμος για τον οποίο οι
ΗΠΑ έχουν σημαντική ευθύνη. Ένας άλλος λόγος οφείλεται στις πρόσφατες ασταθείς
γεοπολιτικές στρατηγικές των ΗΠΑ έναντι του ΝΑΤΟ. Ο Πρόεδρος Τραμπ απείλησε
συχνά να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ, κατά τη σύνοδο κορυφής του 2018 στις
Βρυξέλλες. Ο Τραμπ πάντα έβλεπε το ΝΑΤΟ ως έναν Ευρωπαίο τσαμπαδόρο που
χρησιμοποιεί τους αμερικανικούς πόρους χωρίς να πληρώνει το μερίδιο που του
αναλογεί. Έτσι η Γερμανία έχει πλέον ουσιαστικά αναγκαστεί να αυξήσει τις
στρατιωτικές της δαπάνες.
Επομένως είναι
σαφές ότι οι ΗΠΑ συνέβαλαν άμεσα στη οικονομική και βιομηχανική παρακμή της
Γερμανίας η οποία αποτελεί την ατμομηχανή της ΕΕ, και αυτό θα έχει
καταστροφικές συνέπειες στην οικονομία, την άμυνα και το μεταναστευτικό ζήτημα
της Ελλάδας.